- χορηγεῖται
- χορηγέωlead a choruspres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
ηπαρίνη — Βλεννοπολυσακχαρίτης με αντιπηκτική δράση, που φυσιολογικά περιέχεται σε διάφορα όργανα του σώματος – ειδικότερα στο ήπαρ και στους πνεύμονες. Η η. χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η πρόληψη σχηματισμού πηγμάτων αίματος, όπως για… … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
πενικιλίνη — Αντιβιοτική ουσία με σχετικά απλή χημική δομή, που παράγεται από τη μούχλα (ευρώτα) penicillium notatum· την αντιμικροβιακή δραστηριότητα αυτής της μούχλας την παρατήρησε πρώτη φορά ο Φλέμινγκ το 1928. Η π. όμως που είχε ληφθεί τότε ήταν ακάθαρτη … Dictionary of Greek
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… … Dictionary of Greek